άκλειστος

άκλειστος
-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κλειστὸςκλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄκλειστος — not closed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκλειστος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε, ανοιχτός: Το περιβόλι από τη μια του μεριά ήταν άκλειστο. 2. ασυμπλήρωτος: Έχει ακόμα τα δεκαπέντε άκλειστα. 3. «συμφωνία άκλειστη», αυτή που δεν έγινε οριστικά· «λογαριασμός άκλειστος», αυτός που δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκλήιστον — ἄκλειστος not closed masc/fem acc sg ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc sg ἀκλήϊστον , ἄκλειστος not closed masc/fem acc sg ἀκλήϊστον , ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκληίστοιο — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen sg (epic) ἀκληΐστοιο , ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλήιστα — ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc pl ἀκλήϊστα , ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκλειστον — ἄκλειστος not closed masc/fem acc sg ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλείστοις — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλείστου — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλείστους — ἄκλειστος not closed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλείστων — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”