- άκλειστος
- -η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος«άφησε την πόρτα άκλειστη»«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)νεοελλ.1. ο ασυμπλήρωτος«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλειστὸς (ή κλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].
Dictionary of Greek. 2013.